- φλοιόθριψ
- ο, Νζωολ. παλαιότερη ονομασία γένους ορθόπτερων εντόμων.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. phloeothrips < φλοιός + θρίψ, θριπός «σαράκι, σκόρος»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φλοιός — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται το εξωτερικό περίβλημα του κορμού ή των κλαδιών του δέντρου, το περίβλημα των καρπών, το εξωτερικό στρώμα της γήινης σφαίρας, η φαιά ουσία που περιβάλλει τα ημισφαίρια του εγκεφάλου, η εξωτερική στιβάδα των… … Dictionary of Greek